Dictionary of Greek. 2013.
φαεσφόρωι — φαεσφόρῳ , φαέσφορος light bringing masc/fem/neut dat sg φαεσφόρῳ , φαεσφόρος bringing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεσφορία — και ιων. τ. φαεσφορίη, ἡ, Α [φαεσφόρος] (ποιητ. τ.) η ενέργεια τού φαεσφορῶ* … Dictionary of Greek